αξιότιμος

αξιότιμος
-η, -ο
ο άξιος τιμής: Είναι άνθρωπος αξιότιμος· κυρίως στις επιστολές ως προσφώνηση: Αξιότιμε κύριε…, Αξιότιμη κυρία…

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀξιότιμος — highly prized masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιότιμος — η, ο (Α ἀξιότιμος, ον) εκείνος που του πρέπει τιμή, ο οποίος έχει υπόληψη (προσφώνηση: «Αξιότιμε κύριε...») …   Dictionary of Greek

  • ἀξιότιμον — ἀξιότιμος highly prized masc/fem acc sg ἀξιότιμος highly prized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… …   Dictionary of Greek

  • αξιοτίμητος — η, ο (Α ἀξιοτίμητος, ον) ο αξιότιμος* …   Dictionary of Greek

  • επιτίμιος — ἐπιτίμιος, ον (Α) 1. έντιμος, αξιότιμος, δίκαιος («ἐπιτίμιος πόλις», επιγρ.) 2. αυτός που χρησιμεύει για να τιμηθεί κάποιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτίμιον βλ. επιτίμιο …   Dictionary of Greek

  • ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) …   Dictionary of Greek

  • ευυπόληπτος — η, ο (ΑΜ εὐυπόληπτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που έχει καλή υπόληψη, καλή εκτίμηση στην κοινωνία, ο αξιότιμος («ευυπόληπτος έμπορος») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπόληπτον η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια μσν. αρχ. αυτός που παρασύρεται εύκολα («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • τίμιος — α, ο / τίμιος, ία, ον, ΝΜΑ θηλ. και ος, Α [τιμή] (για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός 2. αυτός που εκτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”